Τα παρακάτω λαικά παραμύθια τα αφηγήθηκαν ηλικιωμένοι του Αννουσάκειου Ιδρύματος στα παιδιά της Ε΄ τάξης του 3ου Δημοτικού Σχολείου Κισάμου και στον δάσκαλό τους κ. Φουντουλάκη Ιωάννη κατά το σχολικό έτος 2015-16. Τα παιδιά μάλιστα ανέλαβαν και την εικονογράφηση των παραμυθιών

H Μελισσούλα

 

Κάποτε ήταν μια μάνα που είχε τρεις κόρες και ένα γιo. Μια μέρα αρρώστησε και ήθελε να την πάνε στο γιατρό. Τα παιδιά της ήτανε παντρεμένα και δεν έμεναν μαζί της.

Στέλνει λοιπόν ένα ξένο άνθρωπο να ειδοποιήσει τον γιο της. Ο γιος της είχε πολλά αμπέλια και τα έφραζε για να μην πάνε οι κλέφτες και του φάνε τα σταφύλια. Πάει ο ξένος άνθρωπος και του λέει για τη μάνα του.

—Η μάνα σου αρρώστησε και πρέπει να την πας στο γιατρό.

—Πες της πως φράζω τα αμπέλια και δεν μπορώ τώρα.

 

Γυρίζει ο ξένος, το λέει στη μάνα και η μάνα του τον καταριέται και λέει «Βατούς να γεμίσουνε τα αμπέλια σου κι εσύ ακόμα» κι ο γιος γέμισε τσίτες και  έγινε σκαντζόχοιρος.

Έπειτα η μητέρα στέλνει τον ξένο στην πρώτη της κόρη να της πει ότι αρρώστησε. Πήγε ο ξένος της το λέει κι εκείνη επειδή έπλυνε κι άλλαζε σεντόνια είπε ότι δε μπορεί. Γύρισε ο ξένος το λέει στη μάνα κι εκείνη καταριέται και λέει «άπλυτη και ανάλλαχτη να είσαι πάντα» κι η κόρη έγινε χελώνα.

Ύστερα η μάνα στέλνει τον ξένο στη δεύτερη κόρη. Βρίσκει ο ξένος τη δεύτερη κόρη και της λέει ότι η μάνα της αρρώστησε και πρέπει να πάει στον γιατρό. Εκείνη επειδή ύφαινε στον αργαλειό, του είπε ότι δεν μπορεί να την βοηθήσει. Γυρίζει ο ξένος και το λέει στη μάνα κι εκείνη την καταριέται και λέει «πάντα σου να υφαίνεις και ποτέ να μην ξεφαίνεις» κι έγινε η δεύτερη κόρη αράχνη.

Απογοητευμένη η μητέρα στέλνει τον ξένο στην τρίτη κόρη.  Πάει ο ξένος το λέει της κόρης της, που εκείνη την ώρα ζύμωνε. Μόλις το άκουσε αυτή γρήγορα γρήγορα τρίβει τα χέρια της να φύγει η πολλή ζύμη και παίρνει δρόμο με τον ξένο για να πάει στη μάνα της. Μόλις φτάνει την βλέπει η μάνα της και κατάλαβε ότι ζύμωνε γιατί δεν είχε φύγει η ζύμη από τα χέρια της και της λέει «ότι υγρό πιάνεις, μέλι γλυκό να γίνεται κι ότι ζυμάρι φτιάχνεις, κερί χρυσό να γίνεται». Έτσι η τρίτη κόρη, αφού πήγε στο γιατρό τη μάνα της, μεταμορφώθηκε σε μέλισσα που φτιάχνει μέλι και κερί.

(αφήγηση κ Ευαγγελίας Λ.)

Οι λύκοι

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια που είχε δύο παιδιά αγόρια, τον Γιώργη και τον Μανολάκη. Η οικογένεια  ζούσε σε ένα ορεινό χωριό. Γύρω από το χωριό όμως παραμόνευαν λύκοι οι οποίοι επιτίθονταν στους ανθρώπους.

Στην άλλη άκρη του  χωριού,  μέσα σ΄ ένα φτωχικό καλυβάκι, ζούσε όμως και μια καλή μάγισσα. Η μάγισσα ελάχιστες φορές εμφανιζόταν, μόνο για να βοηθήσει σε δύσκολες καταστάσεις.

Στο χωριό υπήρχε κι ένα καφενείο–παντοπωλείο που οι άνθρωποι αγόραζαν διάφορα πράγματα.

Μια μέρα ο πατέρας είπε στα παιδιά του να πάνε στο καφενείο να του αγοράσουν τσιγάρα.

Για να φτάσουν στο καφενείο έπρεπε να περπατήσουν αρκετή ώρα.

Τα παιδιά τι να κάνουν, σιγά σιγά  ξεκίνησαν φοβισμένα.

Δεν είχαν προχωρήσει πολύ και μπροστά τους εμφανίστηκε η μάγισσα.

—Που πάτε παιδιά μου; Δε φοβάστε τους λύκους; τους είπε

—Τους φοβόμαστε αλλά κάνουμε την προσευχή μας και πάμε.

—Γυρίστε πίσω!

—Πρέπει να πάρουμε τσιγάρα. Ο πατέρας μας είναι αυστηρός και θα μας τιμωρήσει αν δεν πάμε.

—Αφού είναι έτσι θα σας βοηθήσω.

Έτσι τους έδωσε τρία πράγματα, αποχτενίδια, τρίχες δηλαδή που μένουν στο χτένι όταν χτενιζόμαστε, σαπούνι κι ένα φλασκάκι με νερό, και τους είπε «όταν θα δείτε τους λύκους θα τους πετάξετε πρώτα τα αποχτενίδια έπειτα το σαπούνι και τέλος το νερό» και έφυγε .

Τα παιδιά δεν πρόλαβαν να πάνε λίγα μέτρα και εμφανίστηκαν πίσω τους οι λύκοι. Τρομαγμένα όπως ήταν θυμήθηκαν τι τους είπε η μάγισσα και για να γλιτώσουν πέταξαν μπροστά στους λύκους  τα αποχτενίδια. Ξαφνικά εκεί που έπεσαν τα αποχτενίδια , κάθε τρίχα γινόταν  κι ένα δέντρο. Έτσι σχηματίστηκε ένα μεγάλο δάσος. Οι λύκοι δυσκολεύτηκαν πολύ μέσα στο δάσος, στην αρχή χάθηκαν   αλλά τελικά τα κατάφεραν και πέρασαν.

Άρχισαν πάλι να τρέχουν για να φτάσουν τα παιδιά. Σε λίγο τα πλησίασαν.

-Μανολάκη ρίξε το σαπούνι γρήγορα, είπε ο Γιώργης.

Ο Μανολάκης έριξε το σαπούνι κάτω και αυτό  απλώθηκε παντού. Οι λύκοι πάτησαν στο σαπούνι και άρχισαν να γλιστρούν, να πέφτουν και να χτυπούν ο ένας  με τον άλλο. Σιγά σιγά  όμως κι αφού ταλαιπωρήθηκαν πολύ πέρασαν τα σαπούνια κι άρχισαν να τρέχουν για να φτάσουν πάλι τα παιδιά.

Όταν τα πλησίασαν πάλι ο Γιώργος λέει του Μανολάκη.

-Μανολάκη ρίξε το φλασκάκι με το νερό γρήγορα γιατί θα μας σε φάνε.  Μόλις ο Μανολάκης έριξε  το φλασκάκι χάμω το νερό απλώθηκε κι έγινε μια μεγάλη λίμνη. Οι λύκοι, ο ένας μετά τον άλλο από την πολύ ταχύτητα έπεφταν μέσα στη λίμνη και αφού δεν ήξεραν κολύμπι πνίγηκαν όλοι.

Ο Γιώργος με τον Μανολάκη ήσυχοι πλέον ότι δεν τους ακλουθούν λύκοι πήγαν στο καφενείο και αγόρασαν για τον πατέρα τους τσιγάρα.

Από τότε δεν εμφανίστηκαν ξανά λύκοι στο χωριό τους και τα παιδιά μπορούσαν να πηγαίνουν όπου ήθελαν χωρίς να φοβούνται.

ΚΑΙ ΖΗΣΑΝΕ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

(αφήγηση κ Ευαγγελίας Λ.)