Σημαίνει ο Θεός

Σημαίνει ο Θεός σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το μέγα Mοναστήρι

με τετρακόσια σήμαντρα με εξηνταδυό καμπάνες,                                                                                                                             κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και Διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο Bασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης
κι απ΄ την πολλή την ψαλμουδιά εσειώνταν οι κολώνες

Παπάδες πάρτε τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.

Έστειλε λόγο στη Φραγκιά να ρθούν τρία καράβια
Το ΄να να πάρει το σταυρό και τ΄ άλλο το Ευαγγέλιο
το τρίτο το καλύτερο την άγια Tράπεζά μας.

Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες

Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικιά μας είναι.

(Από την κ. Κατερίνα Β.)

Tρεις Αδερφάδες

Στις  Κουκουναρές στις δεκαοκτώ καμάρες

κάθεται του πασά ο γιος και γράφει μαντινάδες

Επέρασα κι εγώ απουκιά κι έμαθα τρεις χιλιάδες

Τρεις αδελφάδες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες

τη μια την πήρε ο πασάς την άλλη ο Ρουντήρης

την άλλη τη μικρότερη ο βασιλιάς την πήρε.

Κι όταν την ανεβάζανε στου βασιλιά τη σκάλα

ετρέχανε τα μάτια της  σαράντα κουτσουνάρια.

Πέρα και πόδε στράφηκε να δει από τους δικούς της.

Κανένα δεν εγνώρισε παρά τον αδερφό της .

-Πήγαινε αδέρφη στο καλό και στην καλή σου ώρα

και να γεμίσει η στράτα σου τριαντάφυλλα και ρόδα.

Κι ακριβοχαιρετίσματα στις δυο μου αδερφάδες

Μόνο στη θειά μου την Τζαμπιώ μη μου τη χαιρετίσεις

γιατί μου καταρίστηκε εχθές αργά στη βρύση .

Να κάμω Τούρκο πεθερό και τον πασά κουνιάδο

και το μεγάλο βασιλιά άντρα να τονε πάρω.

(Από την κ. Κατερίνα Β.)

 

Θοδωρομανόλης

Ζιμπούλι, ζιμπουλάκι μου κατάμπλαβο ζιμπούλι,
αφρουγκαστείτε να σας πω λυπητερό τραγούδι.
Τραγούδι να το μάθετε, τραγούδι να το λέτε
κι όσοι κι αν είστε χρισιανοί να κάθεστε να κλαίτε.
Για το Μανώλη θα σας πω, το Θοδωρομανώλη
που σκότωσε το Βέργερη μέσα στ` Απανηχώρι.
Σα θέλετε να μάθετε τσι πράξεις του Βεργέρη
ήτονε σκύλος και φονιάς κι άλλον δεν είχε ταίρι.
Μέρα και νύχτα τσι Ρωμιούς, ούλους εζύγωνέν τσοι
κι έπιανε και τσι χρισιανές κι εξεμασκάρωνέν τσι.
Έκανε κι άλλα πράματα πολλά κακά μεγάλα
τα σέρνανε οι χρισιανοί ήταν μεγάλο πράμα.
Έβανε κι αγγαρεύγαν τσοι χειμώνα καλοκαίρι
κι εσπέρναν και θερίζαν του, του σκύλου του Βεργέρη.
Κι αν ήθελε να δει ποθές κιανέναν αντρειωμένο
έπιανε κι έσφαζέ τονε άδικα τον καημένο.
Εκάλεσε το λυρατζή το Θοδωρομανώλη
να πάνε να γλεντίσουνε στου Κομπιτσομανώλη.
-«Σώπασε δα Εμίν Αγά με τα παράξενά σου
για θα βρωμέσει ο γλεντζές που κάνει η αφεδιά σου».
-«Έλα Μανώλη σα σου πω, και ας βρωμέσει κιόλας
μα `μεις θα τη γλεντήσουμε ετούτηνέ την ώρα.
Έλα Μανώλη, ομπανέ και βάστα και τη λύρα
σέρνε και τσοι ξαδέρφες σου και σέρνε και τη χήρα».
Και πάει στα Μαραγκιανά και λέει το τση θειας του,
«ώφου καημένη, κερά θεια και κλαίγε τα παιδιά σου
και πάρε τα ογλήγορις κι άμε τ` εις το Φαράγγι
κι εκειά τσι τρύπες χώσε τα να μην τα βρει η ανάγκη.
Γιατί θα σου τα πάρουνε απόψ` οι Γιεννιτσάροι.
Μουϊδέ στα μωροπαίδια σου, δεν κάνουνε μια χάρη».
Και ως τα συναπόβγαλε γεμίζει το τουφέκι
επήρε κι άλλα μονετσιά κι εις το «Ζουρίδω» στέκει.
Μ` απόφαση εδιάλεξε κι εις το Ζουρίδω πηαίνει
να δείξει `ς τον Εμίν Αγά πώς πράσσου οι γι αντρειωμένοι.
Εις τον Οξιώστη το `θεκε κι απόκεις μπαίνει μέσα
κι είδε και κάναν πράματα π`αθρώπου, δεν αρέσα.
Είχανε ρόβι και ψαρρές στρωμένα εις τσοι τάβλες
κι απάνω και χορεύγανε οι κοπελιές κι οι γράδες.
Με τ`άγγριγιο του μίλησε ο σκύλος ο Βεργέρης.
-Ίντα `καμες τσοι κοπελιές, μωρέ και δεν τσοι σέρνεις;
Εσύ μου τσ` ετσαρσίτεψες κι ό,τ` είχε τώνε κάμω,
θα κάμω το χειρότερο εις το κορμί σ` απάνω.
Και του Μανώλη εδώκανε κρασί με το μπαρούτι,
μα η γ έγνοια του `ς το Βέργερη μην ξαναϊδεί μεβλούτι.
Απήτσιμος και το `μαθε πως ήθελε να γκάψει
έβαλε στο τουφέκι του φωθιά να τονε κάψει.
Επήρε το τουφέκι του κι εις τη συκιά ανεβαίνει
να δείξει εις τον Εμίν αγά πώς πράσσου οι γι αντρειωμένοι.
Ο Τούρκος εκατέβαινε δεξιά `ς την κάτω σκάλα
μια μαντινάδα ήλεγε κι εφώνιαζε μεγάλα
«εφάγαμε και ήπιαμε κι εκάμαμε και ζεύκι
ως τόσονά τονε γραφτό κι ήτον και κισιμέτι».
Τη μαντινάδα ήλεγε κι έφαε και τη μπάλα
ύπνο τον αποκοίμισε λόγια δεν είπεν άλλα.
Επήδηξ` από τη συκιά και του `πεσε το φέσι
κι εις τη μαδάρα έσυρε κι ο τόπος δεν τ`αρέσει.
Και πρίχου πα` `ς τον Ομαλό παίρνει τη ρίνα ρίνα
`ς το σπίτι του με μια πατέ έσπασε την κατίνα.
Γροίκα τονε η γυναίκαν του μαζί με τα παιδιάν του
κακό και κακό το `παθαν τα κακορίζικάν του.
«Γυναίκα κακορίζικη κι ήντα `μελλε να γίνεις
το Βέργερη εσκότωσα, και που θα `ν απομείνεις».
-Ανίσως και την έκαμες, σφάξε και τα παιδιά σου
σφάξε και τη γυναίκα σου και άμε `ς τη δουλειά σου.
Σκύφτει γλυκοφιλεί τηνε φιλεί και τα παιδιάν του
και τονε λέει «έχετε γεια» και πάει εις τη δουλειάν του.
-Άμε Μανώλη στο καλό, κι ανίσως και σε πιάσου
μη καταδώσεις χρισιανό κι ας τσοι να σε κρεμάσου.
Και παίρνει το στρατί στρατί `ς τον Ομαλό και πάει
και πάνε και τον έπιασαν σαράντα Γιεννιτσάροι.
`Σ τον Ομαλό τον έπιασαν το Θοδωρομανώλη
δεμένο τονε σύρανε μέσα `ς τ` Απανηχώρι.
Κι απόκεις τονε παίρνουνε και πα τονε `ς τη Χώρα
να τονε καταλύσουνε εκείνηνά την ώρα.
Εις του Πασά τον πήγανε και μέσα τονε βάνουν
ρωτούν κι αναρωτούν τονε την ώρα δεν τη χάνου.
-Πε γιάηντα τονε σκότωσες κι ήντα τονε η γι αφορμή σου
πριχού σε θανατώσουνε και χάσεις τη ζωή σου;
-Αφέντη και δεν τσι `μαθες τσι πράξεις του Βεργέρη
και θέλεις να μ`αναρωτάς, δε σου `φεραν χαμπέρι;
Το ίρτζι μου εζήτηξε για να μ`αναπατήσει
για κείνο τονε σκότωσα κι ως θέλεις κάμε κρίση.
-Μωρέ Μανώλη αρνήσου το και πε` μιαν άλλη αιτία
γιατί θα σε σκοτώσουνε, δε μου `χουνε τη χρεία.
Και ο πασάς εφώνιαξε με μια φωνή μεγάλη
ως γράφει το κιτάπι μας θε να γενεί ένα χάλι.
-Κι ως θέλετε να κάμετε κι ως γράφει το κιτάπι,
να τον κρεμάσω θέλετε ή να γενεί κεμπάπι;
-Αφέντη το κιτάπι μας, γλήγορις να διαβάσεις
και γλήγορις να μας ε πεις η ώρα μην περάσει.
-Και το κιτάπι, γράφει μας να μην τονε φουρκίσω
γράφει δεν είναι νομικό να τονε καταλύσω.
Οι Τούρκοι ως τ`ακούσανε επιάσα τα κανόνια
και βόλια τονε βάλανε να κάψουνε τη Χώρα.
Και πάλι τσι ξαναρωτά, γιάηντα `χουν τόσο οφφίκιο
«το ίρτζι του τον έκαμε, κι είχε μεγάλο δίκιο».
Οι Τούρκοι εφωνιάξανε οι Γιεννιτσαραγάδες
να τονε καταλύσουνε οι γι άτιμοι μπουρμπάδες.
Και ο Πασάς εδιάταξε «Μανώλη έβγ` απάνω
`ς τη σκάλα αν είναι μπορετό να μην αναθιβάνω».
Και πάλι εξαναδιάταξε και λέει του Τζελάτη
με μια σπαθιά την κεφαλή πέρα να του πετάξει.
Σαν τονε καταλύσανε οι σκύλοι τον αρπάξαν
και σαν λιοντάρια άγγριγια τον εσακοτινάξαν.
Τρεις μέρες τον εσέρνανε εις τω Χανιώ τσι στράτες
εις την ουρά νιος μπεγιριού κι εκλαίγαν οι διαβάτες.
Στην πόρτα κι εις το πλάτανο τον είχανε πετάξει
δεν τονε δούδανε κιανιούς να πα` να τονε θάψει.
Ύστερις παν` οι χρισιανοί απάνου εις το Δεσπότη
ετσά τονε και τση τιμής ετσά και τση Χρισιανότης.
-Αφέντη και ζητούμε κάμε κι εμάς μια χάρη
να θάψωμε το Μανωλιό απού τον παλικάρι.
Δώ` μας τον κακορίζικο, χώμα να τον κουκλώσω
με μιαν ευκή κι ένα κερί να τονε σαβανώσω.
Παίρνουνε το κορμάκιν του κι ένα παπά σιμά του.
Σε μνήμα του Άι-Λουκά εκειά `ν τα κόκαλάν του.
(ριζίτικο της τάβλας)

(από κ. Ευτυχία και κ. Ελένη Μ)